κανών Bito 65.10
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσήκωτος — εὐσήκωτος, ον (Α) αυτός που έχει το κανονικό βάρος … Dictionary of Greek
εὐσήκωτος — well poised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)